- εκπύρωση
- η (Α ἐκπύρωσις)1. πυρπόληση, ολοκληρωτικό κάψιμο2. η μεταβολή τών όντων σε φωτιά3. πολύ υψηλή θερμότητα ή θερμοκρασία4. έκρηξη5. άναμμα φωτιάς6. είδος χορού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκπυρώσῃ — ἐκπυρώσηι , ἐκπύρωσις conflagration fem dat sg (epic) ἐκπυρόω burn to ashes aor subj mid 2nd sg ἐκπυρόω burn to ashes aor subj act 3rd sg ἐκπυρόω burn to ashes fut ind mid 2nd sg ἐκπυρόω burn to ashes aor subj mid 2nd sg ἐκπυρόω burn to ashes aor … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακοσμώ — (AM διακοσμῶ, έω) 1. διευθετώ πράγματα με κατάλληλο τρόπο ώστε να αποτελέσουν αρμονικό και καλαίσθητο σύνολο 2. καλλωπίζω, στολίζω 3. εξωραΐζω με γραπτά, γλυπτά, κεντητά κ.ά. κοσμήματα αρχ. 1. τακτοποιώ 2. ρυθμίζω, κανονίζω 3. (στους Στωικούς)… … Dictionary of Greek
εκφλόγωσις — ἐκφλόγωσις, η (AM) ανάφλεξη, εκπύρωση αρχ. 1. το αντίθετο προς τη λαβή άκρο τής δάδας, δηλ. αυτό που καίγεται 2. ιατρ. φλόγωση, φλεγμονή τού σώματος (ολόκληρου ή μέρους του) … Dictionary of Greek
Ηράκλειτος — (Έφεσος περ. 535 – 475 π.Χ.).Προσωκρατικός φιλόσοφος. Ελάχιστα γνωρίζουμε για τη ζωή του·φαίνεται όμως ότι είχε αριστοκρατική καταγωγή και για τον λόγο αυτό περιφρονούσε τόσο την τυραννίδα όσο και τη δημοκρατία. Ανεξάρτητο και δυνατό πνεύμα,… … Dictionary of Greek